Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Τζιόρτζιο ντε Κίρικο: είκοσι χαρακτικά

Τη Μ. Δευτέρα 6 Απριλίου 2015 στις 20:30 εγκαινιάζεται στο βιβλιοπωλείο – καφενείο ΧΑΡΤΑ (Σκενδεράνη 16, Βόλος, τηλ: 2421033250) εικαστική έκθεση με είκοσι χαρακτικά έργα του Giorgio de Chirico. Θα μιλήσει ο ζωγράφος Κώστας Κομνηνός, ο οποίος είναι και ο επιμελητής της έκθεσης. Διάρκεια έκθεσης: 6/4 -25/4/2015.
Πρόκειται για μια μοναδική ευκαιρία να γνωρίσει κανείς μια πλευρά του τεράστιου έργου του γεννημένου στο Βόλο σπουδαίου καλλιτέχνη, τα χαρακτικά του.
Η χαρακτική είναι η δημοκρατική έκφραση της τέχνης, που εξυπηρέτησε την ανάγκη του φιλότεχνου κοινού να μπορεί να κατέχει έργα τέχνης – αποκλειστική δυνότητα ως τότε της ανώτερης τάξης. Σύντομα γίνεται μια τέχνη εκλεκτική, οι χαράκτες είναι σχεδόν πάντα έξοχοι τεχνίτες και τα έργα τους πολλές φορές εφάμιλλα ή ανώτερα από τους αυθεντικούς πίνακες.
Από τον Δημήτρη Πικιώνη, που επισκέφτηκε τον de Chirico στο Μόναχο το 1908, έχουμε την πληροφορία ότι είδε μία -δύο λιθογραφίες του ανάμεσα στα έργα του. Ο de Chirico αρχίζει να ασχολείται συστηματικά με τη χαρακτική, και ειδικά το acquaforte, το 1927. Τα επόμενα χρόνια θα κυκλοφορήσουν άλλοι δύο τόμοι αφιερωμένοι σε “άλογα” και σε “άλογα και επαύλεις”. Ο κύριος όγκος του χαρακτικού έργου του de Chirico θα παραχθεί μεταξύ του 1969 και του 1977.
Ο de Chirico αγαπά πολύ τη χαρακτική και συχνά επιζωγραφίζει ο ίδιος τις λιθογραφίες του μετατρέποντας έτσι το κάθε αντίτυπο σε μοναδικό έργο τέχνης.
Μια σειρά είκοσι τέτοιων έργων θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε στην έκθεση της Χάρτας, η οποία θα είναι η πρώτη από μια σειρά καλλιτεχνικών εκθέσεων που προγραμματίζονται για τη συνέχεια με την πολύτιμη συνεργασία και την επιμέλεια του ζωγράφου Κώστα Κομνηνού.
«Με δεδομένη την ολοένα πιο υλιστική και πιο πραγματιστική προσέγγιση της σύγχρονης εποχής, δε θα με εξέπληττε στο μέλλον μια κοινωνία στην οποία, όσοι ζουν για τις πνευματικές απολαύσεις δε θα έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν μια θέση στον ήλιο.» (G. de Chirico)
Ο Giorgio de Chirico γεννήθηκε στο Βόλο και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Εβαρίστο και της Τζέμα ντε Κίρικο, ιταλικής καταγωγής. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός και επέβλεπε την κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ η μητέρα του ήταν πρώην τραγουδίστρια της όπερας. Ο αδελφός του αναδείχθηκε επίσης φημισμένος καλλιτέχνης, με το όνομα Αλμπέρτ Σαβίνιο. Το ελληνικό περιβάλλον και ο ελληνικός πολιτισμός, ιδιαίτερα το τοπίο του Βόλου που παρέπεμπε σε αρχαία Ιωλκό και Αργοναυτική εκστρατεία, όπου μεγάλωσε ο ντε Κίρικο, υπήρξε πηγή έμπνευσης για εκείνον.
Ο Εβαρίστο ντε Κίρικο, παρά την επιθυμία του να τον διαδεχτούν τα παιδιά του ως μηχανικοί, ενθάρρυνε τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντά τους. Έτσι, ο Τζόρτζιο φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους Γεώργιο Ροϊλό, Κωνσταντίνο Βολονάκη και Γιώργο Ιακωβίδη. Το 1905 σημειώθηκε ο θάνατος του πατέρα του, γεγονός που πιθανώς συνδέεται με την αποτυχία του στις τελικές εξετάσεις της σχολής.
Το φθινόπωρο του 1906,εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό του στο Μόναχο, όπου ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Αποχώρησε από την Ακαδημία πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του και το καλοκαίρι του 1909 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο.
Το 1911 μετακόμισε στο Παρίσι.Στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, ο ντε Κίρικο έγινε θερμά δεκτός σε έναν ευρύτερο κύκλο καλλιτεχνών, που περιλάμβανε διάσημους ζωγράφους όπως τον Πάμπλο Πικάσο και τον Φράνσις Πικαμπιά. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το 1915 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία, ο ντε Κίρικο παρουσιάστηκε στη Φεράρα για να υπηρετήσει τη θητεία του. Συνέχισε να ζωγραφίζει με μειωμένους ρυθμούς, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρεί τις επαφές του στο Παρίσι.
Στα τέλη του 1918, εγκατέλειψε τη Φεράρα και εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα του στη Ρώμη, όπου υπήρξε μέλος και του θεατρικού κύκλου.
Από το 1919, στα πλαίσια μίας βαθιάς αλλαγής, ξεκίνησε να αντιγράφει έργα της Ιταλικής Αναγέννησης,μιμούμενος το ύφος τους και αναπτύσσοντας ένα νεοκλασικό ύφος, σημαντικά διαφοροποιημένο από τις προγενέστερες δημιουργίες του. Όμως, την ίδια περίπου εποχή, τα «μεταφυσικά» έργα του έγιναν αντικείμενα θαυμασμού από τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι αποκήρυξαν τη στροφή του στο νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος. Η διάσταση των απόψεων του ντε Κίρικο με τους υπερρεαλιστές επισημοποιήθηκε το 1926, όταν τον χαρακτήρισαν ως μία «μεγαλοφυΐα που χάθηκε».
Το 1925 εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι, όπου ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος. Η δεύτερη παραμονή του στο Παρίσι διήρκεσε μέχρι το 1929, χρονιά κατά την οποία ολοκλήρωσε τη διακόσμηση του σπιτιού τού Λεόνς Ρόζενμπεργκ, με σκηνές μάχης μεταξύ Ρωμαίων μονομάχων. Την ίδια περίοδο εκδόθηκε το μυθιστόρημά του, με τίτλο Εβδόμερος(Hebdomeros), ενώ φιλοτέχνησε και μία σειρά λιθογραφιών.
Έζησε για ένα διάστημα στην Ιταλία, συμμετέχοντας στη Μπιενάλε της Βενετίας και επέστρεψε στο Παρίσι το1934. Το 1935 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για τα επόμενα δύο χρόνια και οργάνωσε συνολικά πέντε εκθέσεις έργων του. Παρά την επιτυχία τους, επέστρεψε στην Ιταλία, τον Ιανουάριο του 1938.
Για ένα σύντομο διάστημα,πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έζησε στο Παρίσι πριν επιστρέψει και πάλι στο Μιλάνο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, με νέο ύφος με στοιχεία νεομπαρόκ, αλλά και με πολεμική διάθεση ενάντια στη μοντέρνα τέχνη,συμμετείχε στην 23η Μπιενάλε της Βενετίας. To έργο του αντιμετωπίστηκε με έντονη αμφισβήτηση από τους κριτικούς. Τότε ο ντε Κίρικο εξέφρασε την αντίθεσή του στη «δικτατορία» του μοντερνισμού μέσα από μία πληθώρα δοκιμίων.Μάλιστα, κατά την περίοδο 1950-3 οργάνωσε την «αντι-Μπιενάλε», παρουσιάζοντας έργα «αντι-μοντέρνων» καλλιτεχνών. Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πέθανε στη Ρώμη το 1978.